Όλοι έχουν να πουν μια ιστορία για τον Μπάμπη το Σουγιά, το Νώντα το Σταφίδα και το Μάκη το Θηρίο. Ποιος από εσάς όμως ξέρει τον Βλάση τον Μπαταρία, το Γιωργάκη το Εκκρεμές και το Θωμά το Ζωγράφο; Όλους τους γνώρισα στο καζίνο και τώρα, 10 χρόνια μετά, ξαναθυμάμαι όσα περάσαμε μαζί με τους ανθρώπους αυτούς πάνω στα τραπέζια του blackjack (κι όχι μόνο).

blackjack-καζίνο-παίκτες-600

Είχαμε γίνει μια παρέα στο Καζίνο της Θεσσαλονίκης. Εγώ με το φίλο μου τον Παύλο, τον Σάκη τον Αμερικάνο, τον Αποστόλη τον Παπανικολάου, τον Χάρη τον «έχασα 100 χαρτιά στη ρουλέτα» και τον Θοδωρή το Φουγάρο. Καλά καταλάβατε, κανείς ποτέ δεν αναφέρεται στην αίθουσα του καζίνο χωρίς το χαρακτηριστικό του παρατσούκλι, που δείχνει κάτι από τα χούγια του ή την προϊστορία του.

Πολύ πιθανό να με είχαν βγάλει κι εμένα κάποιο, που όμως ποτέ δεν έμαθα!

Έτσι ο Σάκης προερχόταν από την άλλη μεριά του Ατλαντικού κι ο Χάρης μας διηγούταν συνεχώς πώς, αν κι έβαλε μυαλό κι έμαθε να μετράει φύλλα στο Blackjack, είχε προλάβει προηγουμένως να χάσει 100 εκατομμύρια δραχμές στη ρουλέτα. Ο Θοδωρής, που ήταν συνταξιούχος του ΟΤΕ και για μερικά φεγγάρια τον αποκαλούσαμε «Οτετζή», γρήγορα μετονομάστηκε εξαιτίας του μανιώδους καπνίσματος. Δεν πρέπει να υπήρξε στιγμή που να μην τον είχα δει χωρίς τσιγάρο στο στόμα ή στο χέρι (συνήθως).

[quote type=”center”]Κι ο Αποστόλης ο Παπανικολάου; Αυτός δεν έχει ψευδώνυμο![/quote]

Κι όμως, το Παπανικολάου ήταν το ψευδώνυμό του! Πώς προέκυψε; Τις πρώτες μέρες που με εντόπισε η παρέα αυτή που μαδούσε αργά και βασανιστικά το καζίνο, ο Αποστόλης με κοιτούσε συνεχώς με το χαρακτηριστικό του «ψαρωτικό» τρόπο: στραβό κοίταγμα, θυμωμένα φρύδια και ελαφρώς σκυμμένο κεφάλι. Αν ετοιμάζεστε να δείρετε κάποιον, ή αν έχετε υποψίες ότι ο τύπος απέναντι βγαίνει με την κόρη σας, ακριβώς αυτήν την έκφραση παίρνετε!

Και ξαφνικά:

«Δημητράκη, παίζεις μπάσκετ;» με ρωτάει.

«Έπαιζα μικρός, γιατί;».

«Τον Παπανικολάου τον ξέρεις;».

«Τον μπασκετμπολίστα;» ρωτάω (νομίζω το 2002 έπαιζε στον Ολυμπιακό).

«Ίδιος είσαι!».

Από τότε, απορώντας πού εντόπισε την ομοιότητα, τον βγάλαμε «Παπανικολάου». Αν και θα μπορούσαμε να τον λέμε και «καφετζή», όπως τον αποκαλούσαν οι περισσότεροι.

Αυτοί ήταν οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι στο καζίνο. Διότι όταν περνάς 16 ώρες καθημερινά στο καζίνο με τους ίδιους ανθρώπους, έρχεστε πιο κοντά. Ειδικά μάλιστα αν καταλαβαίνουν γιατί χτυπάς το 16 από τελευταία θέση, ενώ ο dealer δείχνει φιγούρα!

Ας τον να καεί ρε παιδί μου!

Αυτό ήταν το πιο συνηθισμένο σχόλιο όταν χτυπούσαμε το 16άρι εκείνο. Υποτίθεται ερχόταν μικρή κάρτα που θα «στράβωνε» το δεκάρι του dealer κι έτσι οι υπόλοιποι άσχετοι παίκτες που κάθονταν πριν από εμένα, ήλπιζαν σε κάποιο θαυματουργό «κάψιμο» του dealer. Όταν το 5άρι μού έφτιαχνε το 21 και ο dealer τραβούσε τη δεύτερη φιγούρα για να κάνει «20», οι κατάρες που εκτοξεύονταν μπορεί να διαρκούν ακόμα και μέχρι σήμερα.

Από την άλλη βέβαια, όταν καιγόμουν τραβώντας εγώ δεκάρι αντί 5άρι κι ο dealer το 7άρι για να σταματήσει αναγκαστικά στο 17, κάποιοι με κοιτούσαν με εκείνο το συμπονετικό βλέμμα, μαζεύοντας στο μεταξύ τα κέρδη τους από τα 18, 19 και 20άρια φύλλα τους. Πού να ‘ξεραν…

Όμως αυτοί οι άνθρωποι ήταν απλά ο θόρυβος μες στο καζίνο για μένα. Όπως ήταν κι ο ενοχλητικός θόρυβος από τα φρουτάκια γύρω από τα τραπέζια. Αδιαφορούσα εξίσου.

Σε αυτούς τους ανθρώπους ανήκει κι εκείνη η θαμμώνας που κάποτε σε μια άτυχη για εκείνην παρτίδα, φώναξε:

«Αμάν πια, μας τα πήρατε όλα, από την Τρίτη είμαστε εδώ». Ήταν πλέον μεσημέρι Παρασκευής.

Ή ένας άλλος τυχαίος (η γενιά του πόκερ τους λέει θαρρώ randomάδες) που έπαιζε 500άρες μάρκες και οι dealers τον κοιτούσαν με δολοφονικό βλέμμα, επειδή όπως είπε ένας:

«Τον βλέπεις; Από χθες το βράδυ έχει βγάλει 30.000 ευρώ.»

«Και τι ανησυχείς; Όσο τον βλέπεις εδώ μέσα, θα τα χάσει», ήταν η σοφή απάντηση ενός παίκτη.

Άνθρωποι που έβριζαν σε ΚΑΘΕ παρτίδα την dealer, με τόσο χυδαίο τρόπο μερικές φορές που κάποιες έβαζαν τα κλάματα, ζητώντας οι ίδιες να αλλάξουν τραπέζι. Άνθρωποι που είχαν τόσα πολλά λεφτά, που πόνταραν από 1,500 ευρώ την μπιλιά ή την παρτίδα Blackjack. Ταυτόχρονα! Σαν σούστες πετάγονταν από το τραπέζι του blackjack στη διπλανή ρουλέτα και ξανά πίσω. Μη χαθεί δευτερόλεπτο.

«Θα δώσει τώρα, θα δώσει.» Αλλά δεν έδινε και δεν τους ξαναβλέπαμε. Οπότε μάλλον δεν είχαν και τόσα πολλά λεφτά!

Ένας από δαύτους ήταν στο τραπέζι μου όταν ξαφνικά είδα δίπλα μου αμίλητο (όπως ήταν όλο το τραπέζι, μην τυχόν μας πάρουν τα σκάγια του τρελαμένου παίκτη) ένα πολύ καλό φίλο, εντελώς άσχετο με καζίνο και τυχερά παιχνίδια!

«Τι κάνεις εσύ εδώ;» τον ρώτησα απορημένος;

«Ε, είπα να έρθω να σε δω που παίζεις, έτυχε να είμαι εδώ κοντά. Αλλά ρε συ…» χαμηλώνοντας τη φωνή του, «τι είναι αυτός εδώ δίπλα σου;»

Έτσι είναι. Οι άνθρωποι αυτοί παίζουν ένα μηνιάτικο σε μια μπιλιά. Ένα μηνιάτικο το λεπτό! Πώς να μην τραβήξεις τα βλέμματα; «Διάττοντες αστέρες» τους έλεγα. Είπαμε, όλοι οι άνθρωποι έχουν τα παρατσούκλια τους στο καζίνο.

Στην ίδια ομάδα ανθρώπων συναντώ και έναν αξιαγάπητο οδηγό ταξί. Ο λεγόμενος «ταρίφας». Χωρίς παρεξήγηση, κάπως έπρεπε να τον λέμε. Ο τύπος αυτός έτυχε να κάτσει δίπλα μου μια μέρα. Μια πολύ τυχερή μέρα για εμένα. Ίσως την καλύτερή μου στο καζίνο!

Αυτό ήταν! Για βδομάδες πάρκαρε το ταξί του έξω και σπαταλούσε τις βάρδιες του, ποντάροντας στο κουτί μου! Ό,τι και να έκανα, δεν έλεγε κουβέντα, δέχονταν τα χτυπήματα της μοίρας αδιαμαρτύρητα τις περισσότερες φορές. Αν και δεν ξέφευγε της λογικής του:

«Θα γυρίσει τώρα», «Πωπω, είδες Δημητράκη τι μας έκανε;», «Καλά, πού το βρήκε τώρα το 4άρι;», κι άλλα παρόμοια. Μετά από (πραγματικά) άτυχες στιγμές έριχνε κανένα δεκάρικο όταν δεν τον συνέφερε (που του έλεγα ότι κάνει λάθος) για να ξορκίσει τα μάγια, αλλά τα λεφτά που κέρδισε από την πρώτη μέρα ήταν τόσα, ώστε για ένα μήνα να είμαι το «γούρι» του. Η χαρά του όταν κερδίζαμε, ειλικρινά τη θυμάμαι σαν χθες.

Τουλάχιστον ξέρω το παρατσούκλι που με έδωσε εκείνος.

«Καλώς το «γούρι»! Πού είσαι ρε «γούρι»;!» ερχόμενος προς το μέρος μου.

«Πού θα κάτσεις; Μισό να φέρω τον καφέ μου.»

Με εμπιστευόταν τόσο, που δεν άφηνε κανέναν να κάτσει δίπλα μου. Αν γινόταν και καμιά στραβή, ή ακουγόταν καμιά βαριά κουβέντα για την πάρτη μου, είχα το φύλακα άγγελό μου.

«Α, μωρή χαμένη, δεν κοιτάς τη δουλειά σου, κότα!» έκανε την επίθεσή του, προστατεύοντας το γούρι του! Ωραίες εποχές.

Βρίσκοντας δουλειά μέσω… καζίνο!

Παραμένοντας στον ίδιο τύπο ανθρώπων, πώς μπορώ να ξεχάσω έναν κύριο που είχε παίξει μαζί μου αργά τη νύχτα μιας καθημερινής (4πμ); Εγώ είχα ήδη κλείσει 15 ώρες παιχνιδιού (συνήθιζα να πηγαίνω από την 1μμ και να φεύγω 5 με 7 το πρωί της επομένης, ίσα ίσα για να κοιμάμαι) και εμφανώς κουρασμένος, είχα «χυθεί» πάνω στην καρέκλα, δείχνοντας μια εικονική αδιαφορία για το παιχνίδι που εξελισσόταν μπροστά μου.

Φυσικά εξακολουθούσα να μετράω τα φύλλα. Κι όταν το true count ανέβηκε, ήταν καιρός να πιάσω δουλειά και πάλι. Σαν να με είχε τσιμπήσει μύγα.

Μέχρι τότε όμως ο κύριος δίπλα μου αντιμετώπιζε δυσκολίες. Συνεχώς μετέτρεπε 50ευρα σε μάρκες. Ωστόσο ξεχώριζε από τα υπόλοιπα… πρόβατα, καθώς δεν γκρίνιαξε ούτε μια στιγμή. Φαινόταν ότι ήρθε να διασκεδάσει, αλλά ας το παραδεχτούμε: όσο καλή διάθεση και να υπάρχει, άμα χάνεις χρήματα, χάνεις και την καλή διάθεση.

Οι συνθήκες ήταν ιδανικές αφού ήμασταν οι δυο μας σε ένα απομακρυσμένο τραπέζι, μακριά από τη βαβούρα και το true count είχε αρχίσει να ανεβαίνει επικίνδυνα, κάνοντας τα μάτια μου να βλέπουν παντού ευρώ! Θα είχα την ευκαιρία να εκμεταλλευτώ στο μέγιστο το πλεονέκτημα που μου έδινε η τράπουλα. Αρκεί να έπειθα το συμπαίκτη μου να μην ανοίξουμε άλλα κουτιά. Που σήμαινε ότι θα έπαιζα στο δικό του κουτί.

Για καλή μου τύχη κι ενώ ο συμπαίκτης είχε απογοητευτεί από τη δικιά του τύχη που είχε κάνει φτερά, 2-3 συμβουλές που του έδωσα, οδήγησαν τον dealer να καεί (εδώ κολλάει η τύχη) και να μου παραχωρήσει το ελεύθερο.

«Παίξει εσύ το κουτί, θα παίζω από πίσω εγώ.»

Ω, ναι! Είχα στη διάθεσή μου ένα ολόκληρο άδειο τραπέζι blackjack όπου το true count ήδη μου έδινε ένα υγιές ποσοστό πλεονεκτήματος (ROI) και δεν υπήρχε άνθρωπος γύρω μου να με σπρώξει, να με ενοχλήσει αλλά κυρίως να ανοίξει κι άλλα κουτιά, «τρώγοντας» κάρτες. Με λίγα λόγια:

«Εδώ είμαστε!»

Και πάλι για καλή μου τύχη (αλλά και του συμπαίκτη μου) οι παρτίδες που ακολούθησαν μέχρι να τελειώσει το «παπούτσι» (η θήκη από την οποία μοιράζονται οι κάρτες) ήταν όνειρο. Δεν πρέπει να χάσαμε καμία! Αυτό οδήγησε το συμπαίκτη μου να τολμήσει να διπλασιάσει αλλά και να τετραπλασιάσει τα πονταρίσματά του. Στο τέλος, όλο χαμόγελο μου εκμυστηρεύεται ότι μόλις του είχα κερδίσει 300 ευρώ!

«Κι εσύ όμως δεν πρέπει να πήγες άσχημα» προσθέτει.

«Ε, το κατά δύναμιν. Άλλοτε κερδίζουμε, άλλοτε χάνουμε».

«Με τι ασχολείσαι;» με ρωτάει.

«Σπουδάζω Χημικός Μηχανικός» του απαντάω και φανερώνοντας μια μικρή έκπληξη στο πρόσωπό του, μου λέει:

«Είμαι διευθυντής της ΔΕΗ στην ΧΧΧΧΧΧΧΧ. Όταν πάρεις το πτυχίο σου, έλα να με βρεις.»

Η δικιά μου έκπληξη ήταν πολύ μεγαλύτερη φυσικά μετά από αυτήν την πρόταση! Όπως με πληροφόρησε, βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη για συνέδριο/συσκέψεις/συναντήσεις. Ξέρετε πώς είναι αυτά. Και μετά τη σύσκεψη, αποφάσισε να επισκεφτεί το καζίνο.

Δυστυχώς το «διευθυντή» (πραγματικός διευθυντής, αλλά αυτό ήταν το παρατσούκλι του πλέον για μένα) τον πέτυχα μερικά ακόμα βράδια και το ύφος του πρόδιδε τον κατήφορο που αντιμετώπιζε η κάβα του. Άραγε εξακολουθούσε να έρχεται για τα συνέδρια, ή για να του ξαναχαμογελάσει η τύχη του;

Κι αν σου κάτσει;

γυναίκες-blackjack
Σπάνια εικόνα για καζίνο!

Μια άλλου είδους τύχη φάνηκε να μου χαμογελά ένα άλλο βράδυ (νύχτα καλύτερα), όταν εμφανίστηκαν 3 εντυπωσιακές κοπέλες out of nowhere που λένε. Βλέπεις, στο καζίνο το 90% είναι άντρες και οι 10% γιαγιάδες, συνοδευόμενες κυρίες καθώς και θαμώνες (είπαμε νωρίτερα για αυτές που ξεχνάν να πάνε σπίτι τους). Οπότε τα συγκεκριμένα κορίτσια έκαναν μπαμ. Τόσο μπαμ που κι ο dealer σταμάτησε να μοιράζει για δυο δευτερόλεπτα!

Όσο σπάνιο όμως είναι να δεις κοπέλες στο καζίνο, τόσο σπάνιο είναι να βρεις νέο άντρα στις 5 το πρωί εκεί μέσα! Ειδικά μάλιστα εάν ο συγκεκριμένος βγάζει πακέτα 50ευρα από το τσαντάκι του σε κάθε παρτίδα, δεν θα αργήσει να βρεθούν όλοι αυτοί στο ίδιο τραπέζι.

Καθώς ήδη δεν είχα περάσει απαρατήρητος (στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος), χρειαζόμουν ένα από τα παρακάτω να συμβεί, ώστε να έχω κανένα «τυχερό»:

  • Να κερδίσω πολλά.
  • Να χάσω πολλά.

Στην αρχή έχανα πολλά, με αποτέλεσμα συνεχώς να ανοίγω το τσαντάκι που είχα μαζί μου και να σκορπάω τα 50ευρα, προκειμένου να συνεχίζω να παίζω. Φυσικά με συνέφερε να παίζω, αλλά η «καλή τύχη» που λέγαμε παραπάνω με είχε αποχαιρετήσει. Απλά έτυχα σε μια αρνητική διακύμανση, που όμως με έκανε να δείχνω σαν το πλούσιο παιδί του μπαμπά.

Η συνέχεια όμως ήταν απογοητευτική, αφού, έχοντας χάσει καμιά 2 χιλιάρικα εν ριπή οφθαλμού, το true count δεν έλεγε να ανέβει. Έτσι είχα καταλήξει να παίζω… 10ευρα, έχοντας καμιά 500 ευρώ μπροστά μου.

Από το πλούσιο παιδί του μπαμπά και του λουσάτου τζογαδόρου μες στα γούστα, είχα μετατραπεί σε έναν καρμίρη, τσιγγούνη και τσιφούτη 25χρονο, που δεν πρόκειται να ρεφάρει ποτέ με τα ψωροδεκάρικα που ποντάρει!

«Μάλλον είναι τα τελευταία του λεφτά» θα σκέφτηκαν οι κοπέλες που δεν τις ξαναείδα εκεί μέσα. Και ευτυχώς για αυτές. Έλα όμως που τις ξαναείδα εκτός καζίνο!

Ένα βράδυ κάνω διάλειμμα από το blackjack και «πετάγομαι» σε «in» νυχτερινό μαγαζί της πόλης. Πετάγομαι ίσον κάνω το γύρο της πόλης, αφού τα μπουζούκια που με περίμενε μια παρέα ήταν στην άλλη άκρη. Τέλος πάντων, μπαίνω στο μαγαζί με το τουπέ του «με περιμένουν στο τραπέζι του τάδε» και με το γνωστό προαναφερθέν τσαντάκι παραμάσχαλα.

Είπαμε, έκανα διάλειμμα από τη «δουλειά». Δε γινόταν να αφήσω τα εργαλεία μου απροστάτευτα.

Ο 2μετρος πορτιέρης με κατευθύνει στην Λάουρα, που θα με «οδηγήσει στο τραπέζι μου». Μαντέψτε ποια ήταν η… Λάουρα, η οποία με το που με βλέπει, αναφωνεί:

[quote type=”center”]Α, ο τύπος με το τσαντάκι![/quote]

Από τότε έδωσα το τσαντάκι πίσω στον πατέρα μου και δεν είδα ούτε το τσαντάκι, ούτε τη Λάουρα ξανά!

Οι υπόλοιποι «ειδικοί» της παρέας

Η παρέα των «ειδικών» του blackjack μεγάλωνε. Όλο και νέα πρόσωπα προστίθενται στην ομάδα των παικτών που ήξεραν από Βασική Στρατηγική και μέτρημα. Τα ονόματα όμως μας διέφευγαν πλέον, εκτός των παραπάνω γνωστών αλλά και πιο δημοφιλών παικτών όπως του Γιάννη (οι περισσότεροι τον ξέρετε ως «Τζων» και δεν είναι παρατσούκλι!).

Ανάμεσα σε αυτούς μια φίλη του Ήλιου του Καματάκη, που όταν έκανα double το Α9 κόντρα στο 5άρι ή 4άρι (δε θυμάμαι πια) του dealer, εντυπωσιάστηκε:

«Αυτό δεν έχω δει να το κάνει ούτε ο Ήλιος!»

Έτσι! Αν ήθελες να εντυπωσιάσεις μια κοπέλα στο καζίνο, αρκεί να έκανες double το Άσο-Εννιά ή να σταματήσεις στο 6 (αληθινό, διάβασε τον τύπο που συνάντησα στο καζίνο που μου είπε ότι μόνο ο Θεός τα ξέρει όλα!). Ποια Armani και ποια Porsche! Double και split ήταν τα όπλα της επιτυχίας!

Ωστόσο στόχος μου ήταν να εκμεταλλευτώ και το παραμικρό 0,1% που μου δινόταν, εξ ου και το σπανιότατο αυτό double. Όταν ποντάρεις 200 ευρώ, το 0,1% είναι 20 λεπτά του ευρώ! Αμαρτία.

Μέχρι τότε…

Τα παρατσούκλια είχαν πια τεράστια σημασία στο να ξεχωρίσει κάποιος!

Κάπως έτσι συναντώ  τον «Παπανικολάου», το «Φουγάρο» και τον «έχασα 100 χαρτιά στη ρουλέτα» έξω από το καζίνο. Εγώ πήγαινα, εκείνοι έφευγαν για Γευγελή.

«Είναι κανείς μέσα;» ρώτησα, ελπίζοντας πως θα βρεθεί κάποιο τραπέζι που μπορούμε να παίξουμε ήρεμα χωρίς τους… τρελούς!

«Είναι ο Βλάσης κι ο Γιώργος μέσα.»

«Ποιοι είναι αυτοί;»

«Έλα ρε, ο Βλάσης ο Μπαταρίας κι ο Γιωργάκης το Εκκρεμές

Αμέσως κατάλαβα σε ποιους αναφερόταν. Ο Βλάσης ήταν ένας εύσωμος τύπος. Ούτε πολύ χοντρός, ούτε κανονικός. Κι ο σωματότυπός του ήταν ακριβώς αυτός! Σαν μια… μπαταρία!

Ο άλλος ήταν ένα νέο παιδί (σαν την αφεντιά μου εκείνα τα χρόνια) ο οποίος απέφευγε να κάθεται στα τραπέζια, ποντάροντας όρθιος πάνω στους άλλους παίκτες. Τους καλούς. Όπως έκανα κι εγώ στην αρχή της σταδιοδρομίας μου, μην έχοντας το απαραίτητο ικανοποιητικό αρχικό κεφάλαιο να αντεπεξέλθω στις τρελές διακυμάνσεις του blackjack. Μόνο που ο Γιωργάκης ήταν νευρικός. Τόσο νευρικός και ανυπόμονος, που ενόσω παρακολουθούσε την παρτίδα όρθιος, κουνιόταν δεξιά – αριστερά. Σαν ένα… εκκρεμές!

Ένας άλλος ειδικός ήταν ο «ζωγράφος». Δε θυμάμαι το όνομά του, θυμάμαι όμως την τρομερή ατυχία που αντιμετώπισε! Δε γνωρίζω τι απέγινε, αλλά τελευταία φορά που συναντηθήκαμε στο Πόρτο Καρράς, τα πράγματα δεν έμοιαζαν να πηγαίνουν καθόλου καλά για εκείνον. Μάλιστα σε εκείνο το καζίνο παρίστανε τον ζάμπλουτο κι άρρωστο τζογαδόρο, παίζοντας και λίγο κωμωδία (ξέρεις τι παλάτια, τι αμάξια, τι κότερα έχω εγώ), προκειμένου να του ανεβάζουν τα όρια (ώστε να έχει μεγαλύτερα κέρδη θεωρητικά) και να μην τραβάει την προσοχή του καζίνο.

Ήταν τόσο αποφασισμένος που δεν μιλήσαμε ποτέ εκεί μέσα, αφού ήμουν ήδη στη black list των καζίνο, έχοντας φάει «πόρτα» στη Θεσσαλονίκη. Απλά μερικά χαμόγελα εξ αποστάσεως και μια δυνατή φωνή στην αίθουσα ήταν αρκετά για να πούμε το δικό μας «γεια»:

«Διαβάζει κανείς τον Jim Mako; Τον ξέρετε τον Jim Mako;». Προφανώς γνώριζε ήδη το ψευδώνυμο που χρησιμοποιώ στο ίντερνετ από το 1995.

Οι dealers των καζίνο είναι κι αυτοί άνθρωποι!

Κανονικά θα έπρεπε να αφιερώσω ένα κεφάλαιο για αυτούς τους ανθρώπους, που οι παίκτες ξεχνούν ότι είναι κι αυτοί άνθρωποι! Οι dealers δεν είναι μηχανές. Μπορείς να τους μιλήσεις, να τους φερθείς ευγενικά και να μη ρίξεις το φταίξιμο της κακοτυχίας σου πάνω τους.

Θα σου άρεσε να κάνεις τη δουλειά σου τέλεια κάθε μέρα και να έχεις κάποιον πάνω από το κεφάλι σου να σε βρίζει; Όσο καλά κι αν κάνεις τη δουλειά σου! Διότι η δουλειά τους είναι να κάνουν γρήγορο κι αλάνθαστο παιχνίδι. Όχι να σε κάνουν να κερδίζεις!

Με αρκετούς dealers λέγαμε καμιά κουβέντα, με μερικούς άλλους περισσότερες. Με κανέναν δε βρέθηκα όμως εκτός καζίνο. Υποτίθεται απαγορεύεται. Ο λόγος πρέπει να είναι ότι μπορεί να «κανονίσουμε» κάτι με τον dealer και να σταθώ «πιο τυχερός» στην επόμενη μου επίσκεψη στο καζίνο.

Ιστορίες για αγρίους. Σε αυτή τη χώρα όλοι βλέπουν συνωμοσίες και πλάθουν σενάρια του Hollywood.

Κατ’ επέκταση φυσικά δεν μπορούσες να «ενδιαφερθείς» λίγο παραπάνω και για κάποια γυναίκα dealer. Ίσχυε η ίδια… ποτοαπαγόρευση. Παρόλα αυτά υπήρξαν dealers και inspectors που ξεχώριζαν. Όπως η inspector που μου έδειξε μια φορά την καρτέλα που σημείωνε τα ονόματα όσων παικτών είχαν πάρει μάρκες μεγάλης αξίας κι όσους είχαν εντολή να… «παρακολουθούνται».

Στην καρτέλα το όνομά μου εμφανιζόταν ακριβώς κάτω από του Γιάννη (του Τζων ντε) που ανέφερα πρωτύτερα. Και κάπου εκεί με προειδοποίησε:

«Να προσέχεις». Τελικά δεν ήταν αρκετό όπως φάνηκε, όταν λίγους μήνες μετά δεν μου επιτράπηκε η είσοδος στο καζίνο.

Ίσως γράψω για τους dealers ένα ξεχωριστό άρθρο τελικά, ως ένδειξη σεβασμού στο επάγγελμά τους αλλά και γιατί δεν είναι δυνατόν να βγει αυτό το άρθρο πάνω από 3,000 λέξεις!

Blackjack-καζίνο-παίκτες-ρεαλιστική
Μια ρεαλιστική εικόνα από τραπέζι blackjack σε καζίνο

Όλοι αυτοί ήταν άνθρωποι που συνάντησα στο καζίνο, κατά τη διάρκεια που προσπαθούσα να κάνω πράξη τη θεωρία που είχα διαβάσει για το Blackjack. Άνθρωποι απλοί, άνθρωποι προσγειωμένοι, που έγιναν φίλοι και αγαπημένοι συμπαίκτες στη μάχη ενάντια στη διακύμανση. Διότι η μάχη ήταν ενάντια στη διακύμανση και μόνο, στο variance.

Η στρατηγική υπήρχε, το κεφάλαιο υπήρχε (από ένα σημείο και μετά), απλά έπρεπε να αντέξεις ψυχολογικά σε μια αρνητική διακύμανση. Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν εκεί για να μοιραστείς τα παράπονά σου όταν έχανες και τη χαρά σου όταν κέρδιζες.

Άραγε υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι στο διαδίκτυο;

(Τα πραγματικά ονόματα των περισσοτέρων που αναφέρονται στο άρθρο αυτό έχουν παραποιηθεί)

Avatar photo

Ο Jim συνηθίζει να μετράει φύλλα στο Blackjack, να παίζει στοίχημα και πόκερ, αλλά και να επενδύει στις χρηματιστηριακές αγορές του κόσμου.